παράρρυθμος

παράρρυθμος
-η, -ο / παράρρυθμος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που δεν έχει ρυθμό, που είναι εκτός ρυθμού
2. (για σφυγμό) άτακτος, ακανόνιστος, ανώμαλος
αρχ.
αυτός που βρίσκεται στον ρυθμό ή στο χρονικό μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ρρυθμος (< ῥυθμός), πρβλ. κατά-ρρυθμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παράρρυθμος — out of time masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρύθμους — παράρρυθμος out of time masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρυθμίζω — Μ [παράρρυθμος] καταστρέφω τον ρυθμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”